- εὐάνιος
- εὐάνιοςtaking trouble easilymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευάνιος — εὐάνιος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται 2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνιος (< ανία), πρβλ. δυσ… … Dictionary of Greek